- αναντάλλακτος
- ος , ον , αναντάλλαχτος, η , ο1) необменённый; необмёниваемый; 2) незаменённый; 3) незаменимый (о предметах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναντάλλακτος — η, ο (Α ἀναντάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν μπορεί να ανταλλαχθεί 2. αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχει αντάλλαγμα, ο αναντικατάστατος … Dictionary of Greek